- ξενηλάτης
- οαυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενηλάτης — ο αυτός που διώχνει, απελαύνει τους ξένους ή εμποδίζει την είσοδό τους στη χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενηλάτης — ξενηλατέω banish foreigners imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek